εμβάθυνση

εμβάθυνση
η
έρευνα σε βάθος, διερεύνηση, κατανόηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμβάθυνση — η το να εμβαθύνει κάποιος σε κάτι, η κατανόηση μετά από προσεκτική μελέτη …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ζωνοειδή — Κτενοφόρα που ανήκουν στην ομοταξία κεραιοφόρα. Πρόκειται για βυτιοειδείς οργανισμούς που κατά τη μετεμβρυική ανάπτυξη γίνονται ταινιοειδείς, γιατί μακραίνουν πλευρικά. Τα ζ. χαρακτηρίζονται για μια εμβάθυνση κάτω από τα φαρυγγικά σωληνάρια. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • δημοσιογραφικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στον δημοσιογράφο ή στη δημοσιογραφία 2. «δημοσιογραφικός χάρτης» το χαρτί που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση εφημερίδων 3. «δημοσιογραφικοί κύκλοι» η ομάδα τών επαγγελματιών δημοσιογράφων μιας… …   Dictionary of Greek

  • διείσδυση — η (AM διείσδυσις) [διεισδύω] το να διεισδύσει κάποιος κάπου νεοελλ. 1. εμβάθυνση 2. η αυτόματη ανάμιξη αερίων ή ρευστών με διαφορετικό ειδικό βάρος …   Dictionary of Greek

  • δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”